ακυρωτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακυρωτικός • (akyrotikós) m (feminine ακυρωτική, neuter ακυρωτικό)
Declension
[edit]Declension of ακυρωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακυρωτικός • | ακυρωτική • | ακυρωτικό • | ακυρωτικοί • | ακυρωτικές • | ακυρωτικά • |
genitive | ακυρωτικού • | ακυρωτικής • | ακυρωτικού • | ακυρωτικών • | ακυρωτικών • | ακυρωτικών • |
accusative | ακυρωτικό • | ακυρωτική • | ακυρωτικό • | ακυρωτικούς • | ακυρωτικές • | ακυρωτικά • |
vocative | ακυρωτικέ • | ακυρωτική • | ακυρωτικό • | ακυρωτικοί • | ακυρωτικές • | ακυρωτικά • |
Synonyms
[edit]- ανακλητικός (anaklitikós)
Related terms
[edit]- see: άκυρος (ákyros, “invalid”)