αλληλοκατηγορήθηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αλληλοκατηγορήθηκα • (allilokatigoríthika)
- 1st person singular simple past form of αλληλοκατηγορούμαι (allilokatigoroúmai).
αλληλοκατηγορήθηκα • (allilokatigoríthika)