αλληλόχρεοι λογαριασμοί
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αλληλόχρεοι λογαριασμοί • (allilóchreoi logariasmoí)
- plural of αλληλόχρεος λογαριασμός (allilóchreos logariasmós)
αλληλόχρεοι λογαριασμοί • (allilóchreoi logariasmoí)