αλογοπάζαρο
Greek
Noun
αλογοπάζαρο • (alogopázaro) n (plural αλογοπάζαρα)
Declension
Declension of αλογοπάζαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλογοπάζαρο • | αλογοπάζαρα • |
genitive | αλογοπάζαρου • | αλογοπάζαρων • |
accusative | αλογοπάζαρο • | αλογοπάζαρα • |
vocative | αλογοπάζαρο • | αλογοπάζαρα • |