αλώνιτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αλώνιτος • (alónitos) m (feminine αλώνιτη, neuter αλώνιτο)
Declension[edit]
Declension of αλώνιτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλώνιτος • | αλώνιτη • | αλώνιτο • | αλώνιτοι • | αλώνιτες • | αλώνιτα • |
genitive | αλώνιτου • | αλώνιτης • | αλώνιτου • | αλώνιτων • | αλώνιτων • | αλώνιτων • |
accusative | αλώνιτο • | αλώνιτη • | αλώνιτο • | αλώνιτους • | αλώνιτες • | αλώνιτα • |
vocative | αλώνιτε • | αλώνιτη • | αλώνιτο • | αλώνιτοι • | αλώνιτες • | αλώνιτα • |
Related terms[edit]
- see: αλωνίζω (alonízo, “to thresh”)