αμφιλεγόμενος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀμφιλεγόμενος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Hellenistic Koine “τά ἀμφιλεγόμενα (tá amphilegómena)”, neuter plural of passive present participle ἀμφιλεγόμενος (amphilegómenos) of Ancient Greek verb Ancient Greek ἀμφιλέγω (amphilégō, “to dispute, to doubt”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αμφιλεγόμενος • (amfilegómenos) m (feminine αμφιλεγόμενη, neuter αμφιλεγόμενο)
- controversial
- αμφιλεγόμενο θέμα ― amfilegómeno théma ― a moot point
Declension
[edit]Declension of αμφιλεγόμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμφιλεγόμενος • | αμφιλεγόμενη • | αμφιλεγόμενο • | αμφιλεγόμενοι • | αμφιλεγόμενες • | αμφιλεγόμενα • |
genitive | αμφιλεγόμενου • | αμφιλεγόμενης • | αμφιλεγόμενου • | αμφιλεγόμενων • | αμφιλεγόμενων • | αμφιλεγόμενων • |
accusative | αμφιλεγόμενο • | αμφιλεγόμενη • | αμφιλεγόμενο • | αμφιλεγόμενους • | αμφιλεγόμενες • | αμφιλεγόμενα • |
vocative | αμφιλεγόμενε • | αμφιλεγόμενη • | αμφιλεγόμενο • | αμφιλεγόμενοι • | αμφιλεγόμενες • | αμφιλεγόμενα • |
Synonyms
[edit]- αμφίλεκτος (amfílektos)
- αμφισβητήσιμος (amfisvitísimos)
Antonyms
[edit]- αναμφίλεκτος (anamfílektos)
- αναντίρρητος (anantírritos)
- αναμφισβήτητος (anamfisvítitos)
Further reading
[edit]- αμφιλεγόμενος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αμφιλεγόμενος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language