αναγκαιότητα
Greek
Noun
αναγκαιότητα • (anagkaiótita) f (plural αναγκαιότητες)
Declension
Declension of αναγκαιότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναγκαιότητα • | αναγκαιότητες • |
genitive | αναγκαιότητας • | αναγκαιοτήτων • |
accusative | αναγκαιότητα • | αναγκαιότητες • |
vocative | αναγκαιότητα • | αναγκαιότητες • |