ανακολουθία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανακολουθία • (anakolouthía) f (plural ανακολουθίες)
Declension
[edit]Declension of ανακολουθία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακολουθία • | ανακολουθίες • |
genitive | ανακολουθίας • | ανακολουθιών • |
accusative | ανακολουθία • | ανακολουθίες • |
vocative | ανακολουθία • | ανακολουθίες • |
Related terms
[edit]- see: ανακόλουθο n (anakóloutho, “anacoluthon”)
Further reading
[edit]- ανακολουθία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el