αναλώσιμος
Greek
Adjective
αναλώσιμος • (analósimos) m (feminine αναλώσιμη, neuter αναλώσιμο)
Declension
Declension of αναλώσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναλώσιμος • | αναλώσιμη • | αναλώσιμο • | αναλώσιμοι • | αναλώσιμες • | αναλώσιμα • |
genitive | αναλώσιμου • | αναλώσιμης • | αναλώσιμου • | αναλώσιμων • | αναλώσιμων • | αναλώσιμων • |
accusative | αναλώσιμο • | αναλώσιμη • | αναλώσιμο • | αναλώσιμους • | αναλώσιμες • | αναλώσιμα • |
vocative | αναλώσιμε • | αναλώσιμη • | αναλώσιμο • | αναλώσιμοι • | αναλώσιμες • | αναλώσιμα • |