ανατροφοδότηση
Greek
Noun
ανατροφοδότηση • (anatrofodótisi) f (plural ανατροφοδοτήσεις)
Declension
Declension of ανατροφοδότηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανατροφοδότηση • | ανατροφοδοτήσεις • | |
genitive | ανατροφοδότησης • | ανατροφοδοτήσεων • | |
accusative | ανατροφοδότηση • | ανατροφοδοτήσεις • | |
vocative | ανατροφοδότηση • | ανατροφοδοτήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ανατροφοδοτήσεως • |