αναφυλαξία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναφυλαξία • (anafylaxía) f (uncountable)
Declension
[edit] αναφυλαξία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αναφυλαξία • |
genitive | αναφυλαξίας • |
accusative | αναφυλαξία • |
vocative | αναφυλαξία • |
Related terms
[edit]- αναφυλακτικός (anafylaktikós, “anaphylactic”, adjective)
Further reading
[edit]- αναφυλαξία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el