ανευλάβεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανευλάβεια • (anevláveia) f (plural ανευλάβειες)
- disrespect, contempt, impiety
- Synonyms: ασέβεια (aséveia), περιφρόνηση (perifrónisi)
- insulting behaviour
Declension
[edit]Declension of ανευλάβεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανευλάβεια • | ανευλάβειες • |
genitive | ανευλάβειας • | ανευλαβειών • |
accusative | ανευλάβεια • | ανευλάβειες • |
vocative | ανευλάβεια • | ανευλάβειες • |
Related terms
[edit]- ανευλαβής (anevlavís, “disrespectful”, adjective)