ανισοπέδωτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανισοπέδωτος • (anisopédotos) m (feminine ανισοπέδωτη, neuter ανισοπέδωτο)
- unlevelled (UK), unleveled (US)
- uneven, irregular
Declension
[edit]Declension of ανισοπέδωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανισοπέδωτος • | ανισοπέδωτα • | ανισοπέδωτο • | ανισοπέδωτοι • | ανισοπέδωτες • | ανισοπέδωτα • |
genitive | ανισοπέδωτου • | ανισοπέδωτας • | ανισοπέδωτου • | ανισοπέδωτων • | ανισοπέδωτων • | ανισοπέδωτων • |
accusative | ανισοπέδωτο • | ανισοπέδωτα • | ανισοπέδωτο • | ανισοπέδωτους • | ανισοπέδωτες • | ανισοπέδωτα • |
vocative | ανισοπέδωτε • | ανισοπέδωτα • | ανισοπέδωτο • | ανισοπέδωτοι • | ανισοπέδωτες • | ανισοπέδωτα • |
Coordinate terms
[edit]- see: άνισος (ánisos, “unequal”, adjective)