αντιαρματικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-) +‎ αρματικός (armatikós, armoured)

Adjective

[edit]

αντιαρματικός (antiarmatikósm (feminine αντιαρματική, neuter αντιαρματικό)

  1. (military) antitank
    Synonym: αντιτάνκ (antitánk)
    Antonym: αρματικός (armatikós)

Declension

[edit]
[edit]
  • see: άρμα n (árma, chariot, armour, tank)