αντιβασιλικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Etymology[edit]
αντι- (anti-) + βασιλικός (vasilikós, “kingly”)
Adjective[edit]
αντιβασιλικός • (antivasilikós) m (feminine αντιβασιλική, neuter αντιβασιλικό)
- antimonarchist, antiroyalist
- Synonym: αντιδυναστικός (antidynastikós)
Declension[edit]
Declension of αντιβασιλικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιβασιλικός • | αντιβασιλική • | αντιβασιλικό • | αντιβασιλικοί • | αντιβασιλικές • | αντιβασιλικά • |
genitive | αντιβασιλικού • | αντιβασιλικής • | αντιβασιλικού • | αντιβασιλικών • | αντιβασιλικών • | αντιβασιλικών • |
accusative | αντιβασιλικό • | αντιβασιλική • | αντιβασιλικό • | αντιβασιλικούς • | αντιβασιλικές • | αντιβασιλικά • |
vocative | αντιβασιλικέ • | αντιβασιλική • | αντιβασιλικό • | αντιβασιλικοί • | αντιβασιλικές • | αντιβασιλικά • |