αντιεπαγγελματικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αντιεπαγγελματικός • (antiepangelmatikós) m (feminine αντιεπαγγελματική, neuter αντιεπαγγελματικό)
- unethical, unprofessional, amateur
- Antonym: επαγγελματικός (epangelmatikós)
Declension[edit]
Declension of αντιεπαγγελματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιεπαγγελματικός • | αντιεπαγγελματική • | αντιεπαγγελματικό • | αντιεπαγγελματικοί • | αντιεπαγγελματικές • | αντιεπαγγελματικά • |
genitive | αντιεπαγγελματικού • | αντιεπαγγελματικής • | αντιεπαγγελματικού • | αντιεπαγγελματικών • | αντιεπαγγελματικών • | αντιεπαγγελματικών • |
accusative | αντιεπαγγελματικό • | αντιεπαγγελματική • | αντιεπαγγελματικό • | αντιεπαγγελματικούς • | αντιεπαγγελματικές • | αντιεπαγγελματικά • |
vocative | αντιεπαγγελματικέ • | αντιεπαγγελματική • | αντιεπαγγελματικό • | αντιεπαγγελματικοί • | αντιεπαγγελματικές • | αντιεπαγγελματικά • |
Related terms[edit]
- see: επάγγελμα n (epángelma, “profession”)