αντιθρομβωτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιθρομβωτικός • (antithromvotikós) m (feminine αντιθρομβωτική, neuter αντιθρομβωτικό)
- (medicine) antithrombic, anticoagulant, anticoagulating
- Synonym: αντιπηκτικός (antipiktikós)
Declension
[edit]Declension of αντιθρομβωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιθρομβωτικός • | αντιθρομβωτική • | αντιθρομβωτικό • | αντιθρομβωτικοί • | αντιθρομβωτικές • | αντιθρομβωτικά • |
genitive | αντιθρομβωτικού • | αντιθρομβωτικής • | αντιθρομβωτικού • | αντιθρομβωτικών • | αντιθρομβωτικών • | αντιθρομβωτικών • |
accusative | αντιθρομβωτικό • | αντιθρομβωτική • | αντιθρομβωτικό • | αντιθρομβωτικούς • | αντιθρομβωτικές • | αντιθρομβωτικά • |
vocative | αντιθρομβωτικέ • | αντιθρομβωτική • | αντιθρομβωτικό • | αντιθρομβωτικοί • | αντιθρομβωτικές • | αντιθρομβωτικά • |