αντικατοπτρίστηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αντικατοπτρίστηκα • (antikatoptrístika)
- 1st person singular simple past form of αντικατοπτρίζομαι (antikatoptrízomai).
αντικατοπτρίστηκα • (antikatoptrístika)