αντικριστός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντικριστός • (antikristós) m (feminine αντικριστή, neuter αντικριστό)
Declension
[edit]Declension of αντικριστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικριστός • | αντικριστή • | αντικριστό • | αντικριστοί • | αντικριστές • | αντικριστά • |
genitive | αντικριστού • | αντικριστής • | αντικριστού • | αντικριστών • | αντικριστών • | αντικριστών • |
accusative | αντικριστό • | αντικριστή • | αντικριστό • | αντικριστούς • | αντικριστές • | αντικριστά • |
vocative | αντικριστέ • | αντικριστή • | αντικριστό • | αντικριστοί • | αντικριστές • | αντικριστά • |
Related terms
[edit]- αντικρίζω (antikrízo, “to set eyes on, to face, to look in the face”)
- αντικρινός (antikrinós, “opposite, facing”, adjective)
- αντίκρισμα n (antíkrisma, “sight, seeing”)
- αντικριστά (antikristá, “face to face”, adverb)
- αντίκρυ (antíkry, “opposite”, adverb)
- απαντικρύ (apantikrý, “opposite”, adverb)