αντιξοότητα
Greek
Etymology
αντίξοος (antíxoos, “adverse”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun
αντιξοότητα • (antixoótita) f (plural αντιξοότητες) (usually in the plural)
Declension
Declension of αντιξοότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιξοότητα • | αντιξοότητες • |
genitive | αντιξοότητας • | αντιξοοτήτων • |
accusative | αντιξοότητα • | αντιξοότητες • |
vocative | αντιξοότητα • | αντιξοότητες • |
Synonyms
- κακοτυχία f (kakotychía, “misfortune”)