αντιπολίτευση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιπολίτευση • (antipolítefsi) f (plural αντιπολιτεύσεις)
- (politics) opposition (parliamentary)
Declension
[edit]Declension of αντιπολίτευση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αντιπολίτευση • | αντιπολιτεύσεις • | |
genitive | αντιπολίτευσης • | αντιπολιτεύσεων • | |
accusative | αντιπολίτευση • | αντιπολιτεύσεις • | |
vocative | αντιπολίτευση • | αντιπολιτεύσεις • | |
Older or formal genitive singular: αντιπολιτεύσεως • |
Related terms
[edit]- αντιπολιτεύομαι (antipolitévomai, “to be opposed to”)
- αντιπολιτευτικός (antipoliteftikós, “in opposition”)
Further reading
[edit]- αντιπολίτευση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el