αντισυλληπτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντισυλληπτικός • (antisylliptikós) m (feminine αντισυλληπτική, neuter αντισυλληπτικό)
Declension
[edit]Declension of αντισυλληπτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντισυλληπτικός • | αντισυλληπτική • | αντισυλληπτικό • | αντισυλληπτικοί • | αντισυλληπτικές • | αντισυλληπτικά • |
genitive | αντισυλληπτικού • | αντισυλληπτικής • | αντισυλληπτικού • | αντισυλληπτικών • | αντισυλληπτικών • | αντισυλληπτικών • |
accusative | αντισυλληπτικό • | αντισυλληπτική • | αντισυλληπτικό • | αντισυλληπτικούς • | αντισυλληπτικές • | αντισυλληπτικά • |
vocative | αντισυλληπτικέ • | αντισυλληπτική • | αντισυλληπτικό • | αντισυλληπτικοί • | αντισυλληπτικές • | αντισυλληπτικά • |
Related terms
[edit]- see: αντισυλληπτικό n (antisylliptikó, “contraceptive”)