αντιτορπιλικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αντιτορπιλικός • (antitorpilikós) m (feminine αντιτορπιλική, neuter αντιτορπιλικό)
- (naval) destroyer, against torpedo boats and submarines
Declension[edit]
Declension of αντιτορπιλικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιτορπιλικός • | αντιτορπιλική • | αντιτορπιλικό • | αντιτορπιλικοί • | αντιτορπιλικές • | αντιτορπιλικά • |
genitive | αντιτορπιλικού • | αντιτορπιλικής • | αντιτορπιλικού • | αντιτορπιλικών • | αντιτορπιλικών • | αντιτορπιλικών • |
accusative | αντιτορπιλικό • | αντιτορπιλική • | αντιτορπιλικό • | αντιτορπιλικούς • | αντιτορπιλικές • | αντιτορπιλικά • |
vocative | αντιτορπιλικέ • | αντιτορπιλική • | αντιτορπιλικό • | αντιτορπιλικοί • | αντιτορπιλικές • | αντιτορπιλικά • |
Related terms[edit]
- see: αντιτορπιλικό n (antitorpilikó, “destroyer”)