ανυποψίαστος
Greek
Adjective
ανυποψίαστος • (anypopsíastos) m (feminine ανυποψίαστη, neuter ανυποψίαστο)
Declension
Declension of ανυποψίαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανυποψίαστος • | ανυποψίαστη • | ανυποψίαστο • | ανυποψίαστοι • | ανυποψίαστες • | ανυποψίαστα • |
genitive | ανυποψίαστου • | ανυποψίαστης • | ανυποψίαστου • | ανυποψίαστων • | ανυποψίαστων • | ανυποψίαστων • |
accusative | ανυποψίαστο • | ανυποψίαστη • | ανυποψίαστο • | ανυποψίαστους • | ανυποψίαστες • | ανυποψίαστα • |
vocative | ανυποψίαστε • | ανυποψίαστη • | ανυποψίαστο • | ανυποψίαστοι • | ανυποψίαστες • | ανυποψίαστα • |
Synonyms
- ακάτεχος (akátechos)