αξιοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from the αξιοποιη- stem of αξιοποιώ (axiopoió) + -ση (-si).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αξιοποίηση • (axiopoíisi) f (uncountable)
Declension
[edit] αξιοποίηση
case \ number | singular | |
---|---|---|
nominative | αξιοποίηση • | |
genitive | αξιοποίησης • | |
accusative | αξιοποίηση • | |
vocative | αξιοποίηση • | |
Older or formal genitive singular: αξιοποιήσεως • |
Related terms
[edit]- αναξιοποίητος (anaxiopoíitos, “unexpolited”)
- αξιοποιήσιμος (axiopoiísimos)
- αξιοποιώ (axiopoió)
References
[edit]- ^ αξιοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language