απαισιόδοξος
Greek
Adjective
απαισιόδοξος • (apaisiódoxos) m (feminine απαισιόδοξη, neuter απαισιόδοξο)
- pessimistic
- Είμαι γενικά απαισιόδοξος. ― Eímai geniká apaisiódoxos. ― I am generally pessimistic.
Declension
Declension of απαισιόδοξος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαισιόδοξος • | απαισιόδοξη • | απαισιόδοξο • | απαισιόδοξοι • | απαισιόδοξες • | απαισιόδοξα • |
genitive | απαισιόδοξου • | απαισιόδοξης • | απαισιόδοξου • | απαισιόδοξων • | απαισιόδοξων • | απαισιόδοξων • |
accusative | απαισιόδοξο • | απαισιόδοξη • | απαισιόδοξο • | απαισιόδοξους • | απαισιόδοξες • | απαισιόδοξα • |
vocative | απαισιόδοξε • | απαισιόδοξη • | απαισιόδοξο • | απαισιόδοξοι • | απαισιόδοξες • | απαισιόδοξα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαισιόδοξος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαισιόδοξος, etc.) |
Synonyms
- πεσιμιστής (pesimistḗs, “pessimist”)
Antonyms
- αισιόδοξος (aisiódoxos, “optimistic”)
- οπτιμιστής (optimistḗs, “optimist”)
Related terms
- απαισιοδοξία m (apaisiodoxía, “pessimism”)
- απαίσιος (apaísios, “awful”)