απαρνήτρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απαρνήτρια • (aparnítria) f (plural απαρνήτριες, masculine απαρνητής)
- Alternative form of απαρνήτρα (aparnítra)
Declension
[edit]Declension of απαρνήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απαρνήτρια • | απαρνήτριες • |
genitive | απαρνήτριας • | απαρνητριών • |
accusative | απαρνήτρια • | απαρνήτριες • |
vocative | απαρνήτρια • | απαρνήτριες • |