απειροπλάσιος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απειροπλάσιος • (apeiroplásios) m (feminine απειροπλάσια, neuter απειροπλάσιο)
Declension
[edit]Declension of απειροπλάσιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απειροπλάσιος • | απειροπλάσια • | απειροπλάσιο • | απειροπλάσιοι • | απειροπλάσιες • | απειροπλάσια • |
genitive | απειροπλάσιου • | απειροπλάσιας • | απειροπλάσιου • | απειροπλάσιων • | απειροπλάσιων • | απειροπλάσιων • |
accusative | απειροπλάσιο • | απειροπλάσια • | απειροπλάσιο • | απειροπλάσιους • | απειροπλάσιες • | απειροπλάσια • |
vocative | απειροπλάσιε • | απειροπλάσια • | απειροπλάσιο • | απειροπλάσιοι • | απειροπλάσιες • | απειροπλάσια • |
Related terms
[edit]- see: άπειρος (ápeiros, “infinite”, etymology 2)