αποβίβαση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποβίβαση • (apovívasi) f (plural αποβιβάσεις)
- landing, unloading, disembarking, disembarkation
- δελτίο αποβίβασης ― deltío apovívasis ― landing card
- cathode
- Synonym: κάθοδος (káthodos)
Declension
[edit]Declension of αποβίβαση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποβίβαση • | αποβιβάσεις • | |
genitive | αποβίβασης • | αποβιβάσεων • | |
accusative | αποβίβαση • | αποβιβάσεις • | |
vocative | αποβίβαση • | αποβιβάσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποβιβάσεως • |