αποζημίωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποζημίωση • (apozimíosi) f (plural αποζημιώσεις)
Declension
[edit]Declension of αποζημίωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποζημίωση • | αποζημιώσεις • | |
genitive | αποζημίωσης • | αποζημιώσεων • | |
accusative | αποζημίωση • | αποζημιώσεις • | |
vocative | αποζημίωση • | αποζημιώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποζημιώσεως • |
Related terms
[edit]- αναποζημίωτος (anapozimíotos, “uncompensated”, adjective)