αποκλειστικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποκλειστικότητα • (apokleistikótita) f (plural αποκλειστικότητες)
Declension
[edit]Declension of αποκλειστικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποκλειστικότητα • | αποκλειστικότητες • |
genitive | αποκλειστικότητας • | αποκλειστικοτήτων • |
accusative | αποκλειστικότητα • | αποκλειστικότητες • |
vocative | αποκλειστικότητα • | αποκλειστικότητες • |
Related terms
[edit]- see: αποκλείω (apokleío, “I block, I exclude”)