αποκληρωτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αποκληρωτικός • (apoklirotikós) m (feminine αποκληρωτική, neuter αποκληρωτικό)
- relating to disinheritance
Declension[edit]
Declension of αποκληρωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκληρωτικός • | αποκληρωτική • | αποκληρωτικό • | αποκληρωτικοί • | αποκληρωτικές • | αποκληρωτικά • |
genitive | αποκληρωτικού • | αποκληρωτικής • | αποκληρωτικού • | αποκληρωτικών • | αποκληρωτικών • | αποκληρωτικών • |
accusative | αποκληρωτικό • | αποκληρωτική • | αποκληρωτικό • | αποκληρωτικούς • | αποκληρωτικές • | αποκληρωτικά • |
vocative | αποκληρωτικέ • | αποκληρωτική • | αποκληρωτικό • | αποκληρωτικοί • | αποκληρωτικές • | αποκληρωτικά • |
Related terms[edit]
- see: αποκληρώνω (apokliróno, “I disinherit”)