απομονωτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απομονωτικός • (apomonotikós) m (feminine απομονωτική, neuter απομονωτικό)
Declension[edit]
Declension of απομονωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απομονωτικός • | απομονωτική • | απομονωτικό • | απομονωτικοί • | απομονωτικές • | απομονωτικά • |
genitive | απομονωτικού • | απομονωτικής • | απομονωτικού • | απομονωτικών • | απομονωτικών • | απομονωτικών • |
accusative | απομονωτικό • | απομονωτική • | απομονωτικό • | απομονωτικούς • | απομονωτικές • | απομονωτικά • |
vocative | απομονωτικέ • | απομονωτική • | απομονωτικό • | απομονωτικοί • | απομονωτικές • | απομονωτικά • |
Related terms[edit]
- see: απομονώνω (apomonóno, “to isolate”)