αποστρατιωτικοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
αποστρατιωτικοποίηση • (apostratiotikopoíisi) f (plural αποστρατιωτικοποιήσεις)
- demilitarisation (UK), demilitarization (US)
Declension[edit]
declension of αποστρατιωτικοποίηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αποστρατιωτικοποίηση • | αποστρατιωτικοποιήσεις • | |
genitive | αποστρατιωτικοποίησης • | αποστρατιωτικοποιήσεων • | |
accusative | αποστρατιωτικοποίηση • | αποστρατιωτικοποιήσεις • | |
vocative | αποστρατιωτικοποίηση • | αποστρατιωτικοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποστρατιωτικοποιήσεως • |
Related terms[edit]
- see: αποστρατεία f (apostrateía, “retirement”)
Further reading[edit]
- αποστρατιωτικοποίηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αποστρατιωτικοποίηση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.