αποτριχωτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αποτριχωτικός • (apotrichotikós) m (feminine αποτριχωτική, neuter αποτριχωτικό)
Declension[edit]
Declension of αποτριχωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτριχωτικός • | αποτριχωτική • | αποτριχωτικό • | αποτριχωτικοί • | αποτριχωτικές • | αποτριχωτικά • |
genitive | αποτριχωτικού • | αποτριχωτικής • | αποτριχωτικού • | αποτριχωτικών • | αποτριχωτικών • | αποτριχωτικών • |
accusative | αποτριχωτικό • | αποτριχωτική • | αποτριχωτικό • | αποτριχωτικούς • | αποτριχωτικές • | αποτριχωτικά • |
vocative | αποτριχωτικέ • | αποτριχωτική • | αποτριχωτικό • | αποτριχωτικοί • | αποτριχωτικές • | αποτριχωτικά • |
Related terms[edit]
- see: αποτρίχωση f (apotríchosi, “hair removal, depilation”)
Further reading[edit]
- Αποτρίχωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αποτριχωτικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.