αργυροτσικνιάς
Greek
Noun
αργυροτσικνιάς • (argyrotsikniás) m (plural αργυροτσικνιάδες)
Declension
Declension of αργυροτσικνιάς
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αργυροτσικνιάς • | αργυροτσικνιάδες • |
genitive | αργυροτσικνιά • | αργυροτσικνιάδων • |
accusative | αργυροτσικνιά • | αργυροτσικνιάδες • |
vocative | αργυροτσικνιά • | αργυροτσικνιάδες • |
Synonyms
- μεγάλος τσικνιάς m (megálos tsikniás)
Coordinate terms
- τσικνιάς m (tsikniás, “egret”)