αρρυμοτόμητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αρρυμοτόμητος • (arrymotómitos) m (feminine αρρυμοτόμητη, neuter αρρυμοτόμητο)
- Alternative form of αρυμοτόμητος (arymotómitos)
Declension[edit]
Declension of αρρυμοτόμητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρρυμοτόμητος • | αρρυμοτόμητη • | αρρυμοτόμητο • | αρρυμοτόμητοι • | αρρυμοτόμητες • | αρρυμοτόμητα • |
genitive | αρρυμοτόμητου • | αρρυμοτόμητης • | αρρυμοτόμητου • | αρρυμοτόμητων • | αρρυμοτόμητων • | αρρυμοτόμητων • |
accusative | αρρυμοτόμητο • | αρρυμοτόμητη • | αρρυμοτόμητο • | αρρυμοτόμητους • | αρρυμοτόμητες • | αρρυμοτόμητα • |
vocative | αρρυμοτόμητε • | αρρυμοτόμητη • | αρρυμοτόμητο • | αρρυμοτόμητοι • | αρρυμοτόμητες • | αρρυμοτόμητα • |