αρχέγονος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek ἀρχέγονος (arkhégonos)
Adjective
[edit]αρχέγονος • (archégonos) m (feminine αρχέγονη, neuter αρχέγονο)
Declension
[edit]Declension of αρχέγονος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχέγονος • | αρχέγονη • | αρχέγονο • | αρχέγονοι • | αρχέγονες • | αρχέγονα • |
genitive | αρχέγονου • | αρχέγονης • | αρχέγονου • | αρχέγονων • | αρχέγονων • | αρχέγονων • |
accusative | αρχέγονο • | αρχέγονη • | αρχέγονο • | αρχέγονους • | αρχέγονες • | αρχέγονα • |
vocative | αρχέγονε • | αρχέγονη • | αρχέγονο • | αρχέγονοι • | αρχέγονες • | αρχέγονα • |
Further reading
[edit]- αρχέγονος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language