αρχιλόχειος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρχιλόχειος • (archilócheios) m (feminine αρχιλόχειη, neuter αρχιλόχειος)
- Archilochian, of or pertaining to the Classical Greek poet Archilochus
- (figuratively) biting, stinging
Declension
[edit]Declension of αρχιλόχειος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχιλόχειος • | αρχιλόχεια • | αρχιλόχειο • | αρχιλόχειοι • | αρχιλόχειες • | αρχιλόχεια • |
genitive | αρχιλόχειου • | αρχιλόχειας • | αρχιλόχειου • | αρχιλόχειων • | αρχιλόχειων • | αρχιλόχειων • |
accusative | αρχιλόχειο • | αρχιλόχεια • | αρχιλόχειο • | αρχιλόχειους • | αρχιλόχειες • | αρχιλόχεια • |
vocative | αρχιλόχειε • | αρχιλόχεια • | αρχιλόχειο • | αρχιλόχειοι • | αρχιλόχειες • | αρχιλόχεια • |
Further reading
[edit]- Αρχίλοχος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρχιλόχειος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language