αρχισυντάχτρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχισυντάχτρια • (archisyntáchtria) f (plural αρχισυντάχτριες, masculine αρχισυντάχτης)
- Uncommon spelling of αρχισυντάκτρια (archisyntáktria).
Declension
[edit]Declension of αρχισυντάχτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχισυντάχτρια • | αρχισυντάχτριες • |
genitive | αρχισυντάχτριας • | αρχισυνταχτριών • |
accusative | αρχισυντάχτρια • | αρχισυντάχτριες • |
vocative | αρχισυντάχτρια • | αρχισυντάχτριες • |