ασβεστολιθικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ασβεστολιθικός • (asvestolithikós) m (feminine ασβεστολιθική, neuter ασβεστολιθικό)
Declension[edit]
Declension of ασβεστολιθικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασβεστολιθικός • | ασβεστολιθική • | ασβεστολιθικό • | ασβεστολιθικοί • | ασβεστολιθικές • | ασβεστολιθικά • |
genitive | ασβεστολιθικού • | ασβεστολιθικής • | ασβεστολιθικού • | ασβεστολιθικών • | ασβεστολιθικών • | ασβεστολιθικών • |
accusative | ασβεστολιθικό • | ασβεστολιθική • | ασβεστολιθικό • | ασβεστολιθικούς • | ασβεστολιθικές • | ασβεστολιθικά • |
vocative | ασβεστολιθικέ • | ασβεστολιθική • | ασβεστολιθικό • | ασβεστολιθικοί • | ασβεστολιθικές • | ασβεστολιθικά • |
Related terms[edit]
- see: ασβέστιο n (asvéstio, “calcium”)
Further reading[edit]
- ασβεστολιθικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.