ασπροντυμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]ασπρο- (aspro-) + ντυμένος (ntyménos)
Adjective
[edit]ασπροντυμένος • (asprontyménos) m (feminine ασπροντυμένη, neuter ασπροντυμένο)
Declension
[edit]Declension of ασπροντυμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασπροντυμένος • | ασπροντυμένη • | ασπροντυμένο • | ασπροντυμένοι • | ασπροντυμένες • | ασπροντυμένα • |
genitive | ασπροντυμένου • | ασπροντυμένης • | ασπροντυμένου • | ασπροντυμένων • | ασπροντυμένων • | ασπροντυμένων • |
accusative | ασπροντυμένο • | ασπροντυμένη • | ασπροντυμένο • | ασπροντυμένους • | ασπροντυμένες • | ασπροντυμένα • |
vocative | ασπροντυμένε • | ασπροντυμένη • | ασπροντυμένο • | ασπροντυμένοι • | ασπροντυμένες • | ασπροντυμένα • |
Related terms
[edit]- see: άσπρο n (áspro, “white”)
Further reading
[edit]- ασπροντυμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language