ασυκοφάντητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασυκοφάντητος • (asykofántitos) m (feminine ασυκοφάντητη, neuter ασυκοφάντητο)
- not slandered, impeccable
- Synonym: αδιάβλητος (adiávlitos)
Declension
[edit]Declension of ασυκοφάντητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυκοφάντητος • | ασυκοφάντητη • | ασυκοφάντητο • | ασυκοφάντητοι • | ασυκοφάντητες • | ασυκοφάντητα • |
genitive | ασυκοφάντητου • | ασυκοφάντητης • | ασυκοφάντητου • | ασυκοφάντητων • | ασυκοφάντητων • | ασυκοφάντητων • |
accusative | ασυκοφάντητο • | ασυκοφάντητη • | ασυκοφάντητο • | ασυκοφάντητους • | ασυκοφάντητες • | ασυκοφάντητα • |
vocative | ασυκοφάντητε • | ασυκοφάντητη • | ασυκοφάντητο • | ασυκοφάντητοι • | ασυκοφάντητες • | ασυκοφάντητα • |