αταρίχευτος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀταρίχευτος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἀταρίχευτος (ataríkheutos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αταρίχευτος • (atarícheftos) m (feminine αταρίχευτη, neuter αταρίχευτο)
- unembalmed
- Synonym: αβαλσάμωτος (avalsámotos)
- Antonym: ταριχευμένος (tarichevménos)
- unsalted (fish)
Declension
[edit]Declension of αταρίχευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αταρίχευτος • | αταρίχευτη • | αταρίχευτο • | αταρίχευτοι • | αταρίχευτες • | αταρίχευτα • |
genitive | αταρίχευτου • | αταρίχευτης • | αταρίχευτου • | αταρίχευτων • | αταρίχευτων • | αταρίχευτων • |
accusative | αταρίχευτο • | αταρίχευτη • | αταρίχευτο • | αταρίχευτους • | αταρίχευτες • | αταρίχευτα • |
vocative | αταρίχευτε • | αταρίχευτη • | αταρίχευτο • | αταρίχευτοι • | αταρίχευτες • | αταρίχευτα • |
Related terms
[edit]- see: ταριχεύω (tarichévo)
Further reading
[edit]- αταρίχευτος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αταρίχευτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language