βαλκανικός
Greek
Etymology
From Turkish balkan + -ικός (-ikós).
Adjective
βαλκανικός • (valkanikós) m (feminine βαλκανική, neuter βαλκανικό)
Declension
Declension of βαλκανικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βαλκανικός • | βαλκανική • | βαλκανικό • | βαλκανικοί • | βαλκανικές • | βαλκανικά • |
genitive | βαλκανικού • | βαλκανικής • | βαλκανικού • | βαλκανικών • | βαλκανικών • | βαλκανικών • |
accusative | βαλκανικό • | βαλκανική • | βαλκανικό • | βαλκανικούς • | βαλκανικές • | βαλκανικά • |
vocative | βαλκανικέ • | βαλκανική • | βαλκανικό • | βαλκανικοί • | βαλκανικές • | βαλκανικά • |
Related terms
- Βαλκανική Χερσόνησος f (Valkanikí Chersónisos, “Balkan Peninsula”)
- Βαλκάνια n pl (Valkánia, “Balkans”)