βελτίωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Koine Greek βελτίω(σις) (beltíō(sis)) + -ση (-si).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]βελτίωση • (veltíosi) f (plural βελτιώσεις)
Declension
[edit]Declension of βελτίωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | βελτίωση • | βελτιώσεις • | |
genitive | βελτίωσης • | βελτιώσεων • | |
accusative | βελτίωση • | βελτιώσεις • | |
vocative | βελτίωση • | βελτιώσεις • | |
Older or formal genitive singular: βελτιώσεως • |
Related terms
[edit]- βελτιώνω (veltióno)
and see: βέλτιστος (véltistos) for stems βελτ-
Further reading
[edit]- βελτίωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language