βερικοκιά
Greek
Etymology
From βερίκοκο (veríkoko) + -ιά (-iá).
Pronunciation
Noun
βερικοκιά • (verikokiá) f (plural βερικοκιές)
Declension
Declension of βερικοκιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βερικοκιά • | βερικοκιές • |
genitive | βερικοκιάς • | βερικοκιών • |
accusative | βερικοκιά • | βερικοκιές • |
vocative | βερικοκιά • | βερικοκιές • |
Related terms
- βερίκοκο n (veríkoko, “apricot”)
Further reading
- βερικοκιά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el