βιταμίνη
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Noun
[edit]βιταμίνη • (vitamíni) f (plural βιταμίνες)
- vitamin
- βιταμίνη C ― vitamíni C ― vitamin C
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιταμίνη (vitamíni) | βιταμίνες (vitamínes) |
genitive | βιταμίνης (vitamínis) | βιταμινών (vitaminón) |
accusative | βιταμίνη (vitamíni) | βιταμίνες (vitamínes) |
vocative | βιταμίνη (vitamíni) | βιταμίνες (vitamínes) |
Further reading
[edit]- βιταμίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el