γηροκομείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- γεροκομείο (gerokomeío) (informal)
Etymology
[edit]γέρος (géros, “old person”) + -κομείο (-komeío).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]γηροκομείο • (girokomeío) n (plural γηροκομεία)
- (medicine) nursing home, old people's home (hospital and care facility for the elderly)
- Η γιαγιά ζει εδώ και τρία χρόνια στο γηροκομείο.
- I giagiá zei edó kai tría chrónia sto girokomeío.
- Granny has been living in a nursing home for the last three years.
Declension
[edit]Declension of γηροκομείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γηροκομείο • | γηροκομεία • |
genitive | γηροκομείου • | γηροκομείων • |
accusative | γηροκομείο • | γηροκομεία • |
vocative | γηροκομείο • | γηροκομεία • |
Synonyms
[edit]- οίκος ευγηρίας m (oíkos evgirías, “nursing home”) (euphemism)