δημοπρασία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]δημοπρασία • (dimoprasía) f (plural δημοπρασίες)
- auction (public sales event)
Declension
[edit]Declension of δημοπρασία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημοπρασία • | δημοπρασίες • |
genitive | δημοπρασίας • | δημοπρασιών • |
accusative | δημοπρασία • | δημοπρασίες • |
vocative | δημοπρασία • | δημοπρασίες • |
Synonyms
[edit]- πλειστηριασμός m (pleistiriasmós)